- Ἀστυνόμων
- Ἀστύνομοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀστυνομῶν — Ἀστυνόμη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνομῶν — ἀστυνομέω to be an pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνόμων — ἀστυνόμος protecting the city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηνοφύλαξ — ο (Α εἰρηνοφύλαξ) νεοελλ. κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων αρχ. 1. φύλακας τής ειρήνης 2. τίτλος αστυνομικού 3. ρωμαίος ειρηνοδίκης … Dictionary of Greek
Βελέντζας, Γιώργος — (Αθήνα 1927 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και από πολύ νωρίς το σοβαρό παρουσιαστικό του τον έκανε να υποδυθεί ρόλους αστυνόμων, δικαστών και γενικώς τύπων της ελληνικής κοινωνίας. Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά… … Dictionary of Greek